φτυστός

φτυστός
-ή, -ό
εντελώς όμοιος, ολόιδιος, απαράλλαχτος: Είναι φτυστός ο πατέρας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φτυστός — ή, ό, Ν μτφ. εντελώς όμοιος, ολόιδιος («είναι φτυστός ο πατέρας του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. γραφ τός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”